- χρονίζω
- αμετ.1) затягиваться, задерживаться; 2) становиться хронической (о болезни)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρονίζω — spend time pres subj act 1st sg χρονίζω spend time pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίζω — χρονίζω, χρόνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρονίζω — ΝΜΑ [χρόνος] (αμτβ.) 1. αργοπορώ αδικαιολόγητα, χασομερώ 2. (για νόσο) γίνομαι χρόνιος 3. διαρκώ πολύ αρχ. 1. σπαταλώ τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου («Καμβύσῃ δὲ τῷ Κύρου χρονίζοντι περὶ Αἴγυπτον», Ηρόδ.) 2. διαρκώ πολύ χρόνο («χρονιζούσης τῆς … Dictionary of Greek
χρονίζω — χρόνισα 1. χρονιάζω, γίνομαι ενός έτους. 2. χρονοτριβώ, βραδύνω, καθυστερώ: Χρονίζουν οι προαγωγές. 3. για τις ασθένειες, γίνομαι χρόνιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεχρονισμένα — χρονίζω spend time perf part mp neut nom/voc/acc pl κεχρονισμένᾱ , χρονίζω spend time perf part mp fem nom/voc/acc dual κεχρονισμένᾱ , χρονίζω spend time perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίζετε — χρονίζω spend time pres imperat act 2nd pl χρονίζω spend time pres ind act 2nd pl χρονίζω spend time imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίζῃ — χρονίζω spend time pres subj mp 2nd sg χρονίζω spend time pres ind mp 2nd sg χρονίζω spend time pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίσει — χρονίζω spend time aor subj act 3rd sg (epic) χρονίζω spend time fut ind mid 2nd sg χρονίζω spend time fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίσουσι — χρονίζω spend time aor subj act 3rd pl (epic) χρονίζω spend time fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρονίζω spend time fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίσουσιν — χρονίζω spend time aor subj act 3rd pl (epic) χρονίζω spend time fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χρονίζω spend time fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονίσω — χρονίζω spend time aor subj act 1st sg χρονίζω spend time fut ind act 1st sg χρονίζω spend time aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)